Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ασχολούμαι με το

  • 1 ασχολούμαι

    ἀσχολέω
    engage: pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ασχολούμαι

  • 2 ἀσχολοῦμαι

    ἀσχολέω
    engage: pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀσχολοῦμαι

  • 3 ασχολούμαι

    (ε) μετ. заниматься (чём-л.), работать (над чём-л.);

    ασχολούμαι με τα σπορ — заниматься спортом

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ασχολούμαι

  • 4 ασχολούμαι

    (,..)le uğraşmak, meşgul olmak

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > ασχολούμαι

  • 5 заняться

    займусь, займешься, παρλθ. χρ. занялся, -лась, -лось, μτχ. παρλθ. χρ. занявшийся, ρ.σ.
    1. ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι•

    заняться спортом ασχολούμαι με τον αθλητχσμό•

    заняться политикой ασχολούμαι με την πολιτική•

    пустяками ασχολούμαι με τιποτενια πράγματα.

    2. αρχίζω, καταπιάνομαι•

    он -лся письмом αυτός άρχισε να γράφει•

    она -лась делом αυτή άρχισε τη δουλειά.

    εκφρ.
    дух -лся (занимает(ся); дыхание -лось (занимает(ся) – μου πιάστηκε (πιάνεται) η αναπνοή.
    ρ.σ.
    1. ανάβω, παίρνω φωτιά•

    сажа в трубе -лась η καπνιά στην καπνοδόχο πήρε φωτιά.

    2. αρχίζω να (ανα) φαίνομαι•

    заря -лась άρχισε να φέγγει, πήρε να φέξει.

    Большой русско-греческий словарь > заняться

  • 6 заниматься

    заниматься I
    несов
    1. (чем-л.) ἀσχολούμαι:
    \заниматься спортом κάνω σπορ, ἀσχολούμαι μέ τόν ἀθλητισμό· \заниматься домашним хозяйством ἀσχολούμαι μέ τό νοικοκυριό·
    2. (учиться) σπουδάζω, μελετώ:
    \заниматься медициной σπουδάζω ἱατρική·
    3. (с кем-либо) παραδίδω μαθήματα.
    заниматься II
    несов
    1. (загораться) παίρνω φωτιά:
    огонь \заниматьсяется ἡ φωτιά ἄναψε·
    2. (забрезжить) χαράζω, σκάζω:
    заря \заниматьсяется χαράζει ἡ αὐγή.

    Русско-новогреческий словарь > заниматься

  • 7 бокс

    бокс м η πυγμαχία, το μποξ заниматься \боксом κάνω μποξ, ασχολούμαι με το μποξ
    * * *
    м
    η πυγμαχία, το μποξ

    занима́ться боксом — κάνω μποξ, ασχολούμαι με το μποξ

    Русско-греческий словарь > бокс

  • 8 заниматься

    заниматься 1) (чём-л.) ασ χολούμαι \заниматься музыкой ασχο λούμαι με τη μουσική 2) (учи ться) σπουδάζω, μελετώ 3) (обучать) μαθαίνω, διδάσκω
    * * *
    1) (чем-л.) ασχολούμαι

    занима́ться му́зыкой — ασχολούμαι με τη μουσική

    2) ( учиться) σπουδάζω, μελετώ
    3) ( обучать) μαθαίνω, διδάσκω

    Русско-греческий словарь > заниматься

  • 9 планеризм

    планеризм м η ανεμοπορία* заниматься \планеризмом ασχολούμαι με ανεμοπορία
    * * *
    м
    η ανεμοπορία

    занима́ться планери́змом — ασχολούμαι με ανεμοπορία

    Русско-греческий словарь > планеризм

  • 10 спорт

    1. спорт м о αθλητισμός, το σπορ; автомобильный \спорт η αυτοκινητοδρομία; велосипедный \спорт η ποδηλασία; водный \спорт τα θαλασσινά σπορ; гребной \спорт η κωπηλασία; лыжный \спорт η χιονοδρομία, το σκι; парусный \спорт η ιστιοπλοία; заниматься \спортом ασχολούμαι με τον αθλητισμό 2. спорт, о διαιτητής; ο ελλανοδίκης (член жюри)
    * * *
    м
    ο αθλητισμός, το σπορ

    автомоби́льный спорт — η αυτοκινητοδρομία

    велосипе́дный спорт — η ποδηλασία

    во́дный спорт — τα θαλασσινά σπορ

    гребно́й спорт — η κωπηλασία

    лы́жный спорт — η χιονοδρομία, το σκι

    па́русный спорт — η ιστιοπλοία

    занима́ться спортом — ασχολούμαι με τον αθλητισμό

    Русско-греческий словарь > спорт

  • 11 фотография

    фотография ж 1) (снимок) η φωτογραφία; заниматься \фотографияей ασχολούμαι με τη φωτογραφική (τέχνη) 2) (ателье ) το φωτογραφείο
    * * *
    ж
    1) ( снимок) η φωτογραφία

    занима́ться фотогра́фией — ασχολούμαι με τη φωτογραφική (τέχνη)

    2) ( ателье) το φωτογραφείο

    Русско-греческий словарь > фотография

  • 12 возиться

    возиться
    несов
    1. (о детях) παίζω (резвиться)! κάνω ἀταξίες (шалить)·
    2. (с кем-л., чем-л.) разг ἀσχολούμαι, καταγίνομαι μέ κάτι, παιδεύομαι/ σκοτίζομαι, ἔχω σκοτοῦρες (иметь много хлопот, возни):
    \возиться с отчетом ἀσχολούμαι μέ τόν ἀπολογισμό·
    3. (копаться) χρονίζω, καθυστερώ.

    Русско-новогреческий словарь > возиться

  • 13 хлопотать

    хлопот||ать
    несов
    1. ἀσχολούμαι, καταγίνομαι, κοπιάζω:
    \хлопотать по хозяйству ἀσχολοῦμαι μέ τό νοικοκυριό·
    2. (о чем-либо) φροντίζω, κάνω ἐνέργειες·
    3. (за кого-л.) ἐνεργώ γιά κάποιον, μεσολαβώ.

    Русско-новогреческий словарь > хлопотать

  • 14 do

    [du:] 1. 3rd person singular present tense - does; verb
    1) (used with a more important verb in questions and negative statements: Do you smoke?) εκδήλωση
    2) (used with a more important verb for emphasis; ; [ðo sit down])
    3) (used to avoid repeating a verb which comes immediately before: I thought she wouldn't come, but she did.)
    4) (used with a more important verb after seldom, rarely and little: Little did he know what was in store for him.)
    5) (to carry out or perform: What shall I do?; That was a terrible thing to do.) κάνω
    6) (to manage to finish or complete: When you've done that, you can start on this; We did a hundred kilometres in an hour.) ολοκληρώνω
    7) (to perform an activity concerning something: to do the washing; to do the garden / the windows.) ασχολούμαι με
    8) (to be enough or suitable for a purpose: Will this piece of fish do two of us?; That'll do nicely; Do you want me to look for a blue one or will a pink one do?; Will next Saturday do for our next meeting?) είμαι κατάλληλος/ εξυπηρετώ/ κάνω/ αρκώ
    9) (to work at or study: She's doing sums; He's at university doing science.) ασχολούμαι με
    10) (to manage or prosper: How's your wife doing?; My son is doing well at school.) τα πηγαίνω
    11) (to put in order or arrange: She's doing her hair.) τακτοποιώ
    12) (to act or behave: Why don't you do as we do?) συμπεριφέρομαι
    13) (to give or show: The whole town gathered to do him honour.) αποδίδω
    14) (to cause: What damage did the storm do?; It won't do him any harm.) προξενώ
    15) (to see everything and visit everything in: They tried to do London in four days.) καλύπτω
    2. noun
    (an affair or a festivity, especially a party: The school is having a do for Christmas.)
    - doings
    - done
    - do-it-yourself
    - to-do
    - I
    - he could be doing with / could do with
    - do away with
    - do for
    - done for
    - done in
    - do out
    - do out of
    - do's and don'ts
    - do without
    - to do with
    - what are you doing with

    English-Greek dictionary > do

  • 15 баловать

    -лую, -луешь, ρ.δ. παθ. μτχ. балованный, βρ: ван, -а, -о
    1. μ. παραχαϊδεύω, κακομαθαίνω, κακοσυνηθίζω, χαλνώ.
    2. βλ. баловаться (1 σημ.) ασχολούμαι με κάτι. || (για ζώα) παίζω, πηδώ.
    3. ληστεύω, κάνω ληστείες.
    1. αταχτώ, κάνω αταξίες. || ασχολούμαι με κάτι.
    2. ληστεύω, κάνω ληστείες.

    Большой русско-греческий словарь > баловать

  • 16 побаловать

    ρ.σ.
    1. περιποιούμαι, ικανοποιώ, κάνω τα χατήρια, προσφέρω περιποίηση• προσέχω, κοιτάζω (για ένα χρονικό διάστημα).
    2. ασχολούμαι με κάτι χάρη δ ιασκέδασης.
    1. βλ. баловаться.
    2. ασχολούμαι για διασκέδαση.

    Большой русско-греческий словарь > побаловать

  • 17 поделать

    ρ.σ.μ.
    1. (λίγο) ασχολούμαι, κάνω•

    поделать гимнастику κάνω λίγο γυμναστική•

    опыты ασχολούμαι λίγο με τα πειράματα.

    2. ανεγείρω, χτίζω.
    εκφρ.
    что (же) поделать (-ешь) – τι να κάνω, τι να κάνεις (για αδυναμία μπροστά στά σε δύσκολη κατάσταση)•
    ничего не поделать – τίποτε δε μπορώ να κάνω (επίσης για δύσκολη κατάσταση).
    1. (απλ.) γίνομαι, καθίσταμαι (για όλους, πολλούς).
    2. συμβαίνω.
    3. (απλ.) σχηματίζομαι εμφανίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > поделать

  • 18 пустить

    пущу, пустишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αφήνω, απολύω, παύω να κρατώ•

    пустить на волю αφήνω ελεύθερο•

    он схватил его и не хотел пустить αυτός τον άρπαξε και δεν τον άφηνε.

    2. επιτρέπω•

    я боялся, что отец не -ит меня φοβήθηκα, μήπως δε θα με αφήσει ο πατέρας•

    пустить пассажиров в вагон επιτρέπω την είσοδο των επιβατών στο βαγόνι.

    || βγάζω στη βοσκή•

    пустить коня на траву βγάζω το άλογο στη βοσκή.

    || παλ. στέλλω επιστολή.
    3. θέτω, βάζω σε κίνηση, λειτουργία, βάζω μπρος (μπροστά)•

    пустить новый завод βάζω σε λειτουργέ ία καινούριο εργοστάσιο•

    пустить мотор, машину βάζω μπρος το μοτέρ, τη μηχανή.

    || αφήνω να διαρεύσει (για νερό, ατμό, αέριο κ.τ.τ.).
    με την πρόθ. в υποβάλλω• βγάζω• θέτω•

    пустить в переработку επεξεργάζω•

    пустить в продажу βγάζω για πούλημα•

    пустить в обращение θέτω σε κυκλοφορία•

    пустить в ход χρησιμοποιώ, βάζω σε ενέργεια.

    || με την πρόθ. под αφήνω• παραδίνω•

    пустить поле под рожь, под пар αφήνω το χωράφι για βρίζα, για αγρανάπαυση•

    все деревья пустить под топор όλα τα δέντρα τα παραδίνω στο τσεκούρι (τα κόβω).

    4. ρίχνω, πετώ κινώ, κυλώ• κατευθύνω•

    пустить шар по столу κυλώ τη φούσκα στο τραπέζι•

    пустить ко дну ρίχνω στον πυθμένα (στο βυθό)•

    пустить камень в окно ρίχνω πέτρα στο παράθυρο.

    5. διαδίδω, κυκλοφορώ• διασπείρω•

    пустить слух διαδίδω φήμη•

    пустить сплетню κουτσομπολεύω.

    || λέγω, προφέρω. || αναδίδω, βγάζω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    6. βγάζω, (ανα)φύω•

    пустить ростки βγάζω βλαστάρια (βλασταινω)•

    пустить корни βγάζω ρίζες (ριζοβολώ).

    7. προσδίδω χρώμα, απόχρωση.
    εκφρ.
    пустить кровь кому – ρίχνω κοφτές βεντούζες σε κάποιον•
    пустить в оборот – βάζω σε χρήση.
    1. ξεκινώ, εκκινώ•

    пустить в дорогу ξεκινώ για δρόμο•

    пустить в погоню το βάζω στο κυνηγητό•

    пустить бежать του δίνω δρόμο, το βάζω στα πόδια.

    2. ααρχίζω κάτι. || επιδίδομαι, ασχολούμαι,• пустить в литературу ασχολούμαι με τη λογοτεχνία.
    3. αποτολμώ, αποκοτώ• ρίχνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > пустить

  • 19 саботировать

    -рую, -руешь, ρ.σ. κ. παλ. δ.
    1. μ. κάνω σαμποτάζ, δολιοφθορά, σαμποτάρω.
    2. ασχολούμαι με το σαμποτάζ.
    ασχολούμαι με το σαμποτάζ.

    Большой русско-греческий словарь > саботировать

  • 20 сесть

    сяду, сядешь, παρλθ. χρ. сел, -ла, -ло, προστκ. сядь
    ρ.σ.
    1. κάθομαι, καθίζω•

    -на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сесть у окна κάθομαι κοντά στο παράθυρο•

    все соли за столом όλοι κάθησαν (γύρω) στο τραπέζι•

    сесть боком κάθομαι στο πλευρό (πλεύρα)•

    сесть верхом κάθομαι καβάλα•

    сесть в автобус κάθομαι, στο λεωφορείο•

    сесть в трамвай κάθομαι, στο τρ αμ.

    2. ασχολούμαι, καταγίνομαι, καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    сесть за книгой πιάνω το βιβλίο (ασχολούμαι με το διάβασμα)•

    сесть за рулм κάθομαι στο τιμόνι.

    || πιάνω θέση (υπηρεσία). || περνώ σε καθιστική εργασία.
    3. (με τις λέξεις: в тюрьму, под арест κ.τ.τ.) είμαι•

    в тюрьму κάθομαι φυλακή, είμαι φυλακισμένος? сесть под арест κάθομαι (είμαι) κρατούμενος.

    4. προσγειώνομαι, προσθαλασσώνομαι•

    самолт сел το αεροπλάνο κάθισε.

    5. βασιλεύω•

    солнце• сестьло ο ήλιος κάθισε.

    6. επικάθομαι•

    туман сел η ομίχλη κάθισε.

    7. παθαίνω καθίζηση•

    фундамент сел το θεμέλιο κάθισε.

    8. συστέλλομαι, μαζεύω•

    рубашка после стирки села το πουκάμισο μετά το πλύσιμο μάζεψε.

    9. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• αδυνατίζω•

    вода сла το νερό λιγόστεψε.

    || χάνω την αντοχή, ισχύ, εξασθενίζω•

    пружина сла το ελατήριο κάθισε (εξασθένισε).

    εκφρ.
    сесть на голову кому – κάθομαι στο σβέρκο κάποιου (κάνω υποχείριο μου κάποιον)•
    сесть на мель – α) προσαράζω, εξοκέλλω, κάθομαι (για βάρκα, σκάφος, β) περιέρχομαι, περιπίπτω σε δυσχερή οικονομική κατάσταση•
    сесть на царство – ενθρονίζομαι, κάθομαι στο θρόνο, γίνομαι τσάρος, βασιλιάς•
    - на яйца – κάθομαι στ αυγά (κλωσσώ).

    Большой русско-греческий словарь > сесть

См. также в других словарях:

  • ασχολούμαι — ασχολούμαι, ασχολήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. ασχολιέμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ασχολούμαι — (Α ἀσχολοῡμαι, έομαι) [άσχολος] είμαι απασχολημένος, καταγίνομαι με κάτι …   Dictionary of Greek

  • ασχολούμαι — ήθηκα, (απ)ασχολημένος, καταγίνομαι με κάτι, εργάζομαι: Τώρα ασχολείται μονάχα με τον κήπο μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσχολοῦμαι — ἀσχολέω engage pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωμετρώ — ασχολούμαι με τη γεωμετρία, είμαι γεωμέτρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηθογραφώ — ασχολούμαι με την ηθογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηθολογώ — ασχολούμαι με την ηθολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυπραγμονώ — ασχολούμαι με πολλές ή ξένες υποθέσεις: Μην πολυπραγμονείς, γιατί εκτίθεσαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυπραγμονώ — πολυπραγμονῶ, έω ΝΜΑ και ιων. τ. πολυπρηγμονέω, Α [πολυπράγμων] 1. ασχολούμαι με πολλά ταυτοχρόνως, για τα περισσότερα από τα οποία δεν είμαι αρμόδιος ή κατάλληλος 2. δείχνω άκαιρη περιέργεια για θέματα που δεν μέ αφορούν, ασχολούμαι από… …   Dictionary of Greek

  • φιλολογώ — φιλολογῶ, έω, ΝΑ [φιλόλογος] νεοελλ. 1. ασχολούμαι με τη φιλολογία, ιδίως την κλασική 2. ασχολούμαι με τη λογοτεχνία, κυρίως ερασιτεχνικά αρχ. 1. μού αρέσει να ασχολούμαι με τα γράμματα, με τη μάθηση 2. μελετώ τους συγγραφείς 3. (το ουδ. πληθ.… …   Dictionary of Greek

  • παίζω — έπαιξα, παίχτηκα, παιγμένος, αμτβ. 1. ασχολούμαι με παιχνίδι για διασκέδαση, ψυχαγωγούμαι, περνώ την ώρα μου: Τα παιδιά δεν πρέπει να παίζουν στο δρόμο. 2. κινούμαι, σαλεύω: Σήμερα παίζει το μάτι μου. 3. μεταβάλλομαι εύκολα, δεν είμαι σταθερός: Ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»